-
1 σταυρώματι
σταύρωμαpalisade: neut dat sg -
2 καθ-είργνῡμι
καθ-είργνῡμι (s. εἵργνυμι u. vgl. κατείργω), einschließen, einsperren; οὐ καϑεῖρξ' ἡμᾶς Eur. Bacch. 618; εἰς τὸν καλιὸν καϑείργνυται Cratin. bei Poll. 10, 160; καϑείργνυσι τὴν τοῦ πυρὸς δύναμιν Plat. Tim. 45 e; κηρίνοις πλάσμασι καϑείρξας Theaet. 200 b; εἰς τὸν περίβολον 197 e; οἱ ἐν τῇ πόλει καϑείρξαντες ὑμᾶς Dem. 3, 31; καϑειργμένοι ἐν τῷ σταυρώματι Xen. Hell. 3, 2, 3; εἰς οἴκημα Plut. Lyc. 26; οἱ ἐπὶ ϑανάτῳ καϑειργνύμενοι S. N. V. 10.
-
3 καθειργνυμι
ион. κᾰτείργνῡμι (impf. κᾰθείργνυν, fut. καθείρξω, aor. καθεῖρξα; part. pf. pass. καθειργμένος)1) запирать, заключать(τινά συφεοῖσιν Hom. - in tmesi; ἐν τῷ σταυρώματι Xen.; ἐς λοφεῖον Arph.; εἰς τὸν περίβολον Plat.; ἐν τῇ πόλει τινάς Dem.; εἰς τέν σκηνήν τινα Plut.)
οἱ ἐπὴ θανάτῳ καθειργνύμενοι Plut. — осужденные на смерть узники;κ. ἑαυτὸν εἰς τέν κακίαν Plut. — целиком предаться пороку2) вводить в надлежащие рамки, ограничивать(τέν μακρολογίαν Plat.)
-
4 καθείργνυμι
A (troch.), etc.:—shut in, confine, usu. of animals or persons,κατὰ συφεοῖσιν ἐέργνυ Od.10.238
;οὗ καθεῖρξ' ἡμᾶς E.Ba.
l.c.;τὸν πατέρα.. ἔνδον καθείρξας Ar.V.70
, cf. Cratin.72, Lys. Fr.75.4, Pl.Tht. 197e; κηρίνοις πλάσμασι κ. ib. 200c;ἐν τῷ σταυρώματι X.HG3.2.3
;ἐν οἰκίσκῳ D.18.97
.2 rarely of things,καθεῖρξαι χρυσὸν ἐν δόμοις Anan.3
;τὴν σελήνην.. ἐς λοφεῖον Ar.Nu. 751
; τὴν μακρολογίαν κ. confine it within bounds, Pl.Grg. 461d.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καθείργνυμι
См. также в других словарях:
σταυρώματι — σταύρωμα palisade neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)